- ἐπιτελῇς
- ἐπιτελέωcompletepres subj act 2nd sgἐπιτελέωcompletepres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπιτέλης — masc acc pl (attic epic doric) Ἐπιτέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἐπιτέλης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελής — brought to an end masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτελής — ές (Α ἐπιτελής, ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. στρατιωτικός που είναι μέλος τού επιτελείου 2. βοηθός ταγματάρχη τού πεζικού ή μοιράρχου τού ιππικού 3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως αρχ. 1. τέλειος… … Dictionary of Greek
επιτελής — ο 1. αξιωματικός επιτελείου. 2. μτφ., εκλεκτό στέλεχος επιχείρησης, οργανισμού, κόμματος, έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτέλης — ἐπιτελέω complete imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιτελέω complete imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελῆ — ἐπιτελής brought to an end neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιτελής brought to an end masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιτελής brought to an end masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιτέλει — Ἐπιτέλης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐπιτέλεϊ , Ἐπιτέλης masc dat sg (epic ionic) Ἐπιτέλης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελέα — ἐπιτελής brought to an end neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιτελής brought to an end masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελές — ἐπιτελής brought to an end masc/fem voc sg ἐπιτελής brought to an end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελοῦς — ἐπιτελής brought to an end masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)